μαχαιρώνω

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322

Greek Monolingual

μαχαίρι
1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι
2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι
αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος του αγώνα»).