μαχιμικός

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

μαχιμικός, -ή, -όν (Α) μάχιμος
αυτός που ανήκει στον μάχιμο.