μάχιμος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
[ᾰ], μαχίμη, μάχιμον, also μάχιμος, μάχιμον Hdt.7.185: (μάχη):—
A fit for battle, warlike, ἐπειδὴ μάχιμος εἶ since you're a fighting man, Ar.Av.1368; αἱ μάχιμοι μυριάδες Hdt. l. c.; τὸ μάχιμον the effective force, Th.6.23, X.Cyr.5.4.46; τὸ τῆς πόλεως μάχιμον Pl.Lg.830c (but ἀνέωνται ἐς τὸ μάχιμον = ἐς πόλεμον Hdt.2.165); μ. γένη Pl.Mx.240a; τὸ μάχιμον γένος Id.Ti.24a, cf. Arist.Pol. 1268a36; τὸ μάχιμον (sc. ἔθνος) Pl.Criti.110c; especially in Egypt, οἱ μάχιμοι τῶν Αἰγυπτίων the warrior caste, Hdt.2.141, cf. 164; so later, of native troops, freq. in Pap., PTeb.61 (a).109 (ii B. C.), etc.: Comp. μαχιμώτερος Plb.2.22.6: Sup. μαχιμώτατος Hdt.3.102, Ar.Ach.153, Th.1.110; τὰ μ. τῶν ἔργων Philostr.Her.2.19. Adv. μαχίμως Arr.Epict.2.9.5.
2 = μαχιμώδης (quarrelsome, warlike), Glossaria
II disputable, S.E.M.8.45.
German (Pape)
[Seite 102] auch 2 Endgn, kriegerisch, streitbar, Ἀτρεῖδαι, Aesch. Ag. 122; Her. nennt die Kriegerkaste in Aegypten οἱ μάχιμ οι, 2, 141. 164, u. unterscheidet in dem Heere des Xerxes οἱ μάχιμοι von dem Troß, 7, 186 u. öfter; auch τὸ μάχιμ ον, der kampffähige Teil des Heeres, 2, 165 (wo Andere es = πόλεμος erkl.). 7, 186; vgl. Thuc. 6, 23; Plat. Tim. 25 d Legg. VIII, 830 c; μάχιμα γένη, Menex. 240 a; μαχιμώτεροι ἄνδρες, Pol. 2, 22, 6; a. Sp., auch μάχιμοι νῆες, Kriegsschiffe, Plut. Anton. 61; – καὶ ἄπιστον, S. Emp. adv. log. 2, 45.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
1 propre au combat ; οἱ μάχιμοι les combattants ; particul. en Égypte les combattants, la caste des Guerriers ; τὸ μάχιμον les combattants, les forces effectives;
2 qui concerne le combat : τὸ μάχιμον la lutte, la guerre;
Cp. μαχιμώτερος, Sp. μαχιμώτατος.
Étymologie: μάχη.
Russian (Dvoretsky)
μάχῐμος: II (ᾰ) ὁ воин, боец Arph.: οἱ μάχιμοι Her. воины (военное сословие у египтян).
и 2 (ᾰ)
1 воинственный (Ἀτρεῖδαι Aesch.; γένη Plat.);
2 боевой, военный (νῆες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μάχῐμος: [ᾰ], -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον· (μάχη)· - κατάλληλος πρὸς μάχην, πολεμικός, συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ἐπειδὴ μάχιμος εἶ, ἐς τἀπὶ Θρᾴκης ἀποπέτου, ἀλλ’ ἐπειδὴ εἶσαι φιλοπόλεμος, ἀποπέτου πρὸς τὴν Θρᾴκην, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1368· οἱ μ., οἱ μαχηταί, οἱ στρατιῶται, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀκολουθοῦντας τὸ στρατόπεδον ἰδιώτας, Ἡρόδ. 2. 141, 164, κ. ἀλλ.· αἱ μάχιμοι μυριάδες 7. 185· τὸ μ., οἱ μαχηταί, ἡ τακτικὴ στρατιωτικὴ δύναμις, Θουκ. 6. 23, Ξεν., κτλ.· ἀλλά, ἐς τὸ μ. = ἐς πόλεμον, Ἡρόδ. 2. 165· - οἱ μάχιμοι, ἡ τῶν πολεμιστῶν τάξις ἐν Αἰγύπτῳ, ὁ αὐτ. ἐν 2. 164· οὕτω, τὸ μ. γένος Πλάτ. Τίμ. 24Α, πρβλ. Κριτί. 110C, Νόμ. 830C Ἀριστ. Πολ. 2. 8, 11· - συγκρ. -ώτερος Πολύβ. 2. 22, 6· ὑπερθετ. -ώτατος, Ἡρόδ. 3. 102, Ἀριστοφ. Ἀχ. 153, Θουκ. 1. 110, κ. ἀλλ. Ἐπίρρ. -μως, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μάχιμος, -ον και μάχιμος, -η, -ον)
1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.)
2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτης
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη που πρόκειται να λάβει μέρος σε μάχη («μάχιμος αξιωματικός»)
2. φρ. «μάχιμα όπλα» — τα πέντε όπλα του στρατού ξηράς με τα οποία διεξάγεται η μάχη, δηλαδή το πεζικό, το πυροβολικό, τα τεθωρακισμένα, το μηχανικό και οι διαβιβάσεις
μσν.
1. (για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται σε μάχη («σιδηρᾱ μάχιμα ὅπλα δρεπανηφόρα», Καναν.)
2. εριστικός («τοιαῦτα πέπονθα δεινά, κρατάρχα στεφηφόρε, παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαλιτηρίας», Πρόδρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μάχιμον
μάχη, πολεμική σύγκρουση (εἰς κίνδυνον ἦλθε τοῦ γενέσθαι μέσον τῶν ἀδελφῶν μέγα τι μάχιμον καὶ λυπηρόν», Σφρ. Χρον.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μάχιμον
οι μαχητές, η τακτική στρατιωτική δύναμη («πρὸς τὸ μάχιμον αὐτῶν τὸ ὁπλιτικόν», Θουκ.)
2. συζητήσιμος
3. φρ. α) «ἐς το μάχιμον» — στον πόλεμο
β) «οἱ μάχιμοι»
(ειδικά στήν Αίγυπτο) η τάξη τών πολεμιστών.
επίρρ...
μαχίμως και μάχιμα (ΑM μαχίμως)
πολεμικά, με μαχητικό τρόπο ή με μαχητική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ.- του μάχομαι + κατάλ. -ιμος (πρβλ. ζώσιμος, λύσιμος)].
Greek Monotonic
μάχῐμος: [ᾰ], -η, -ον επίσης -ος, -ον (μάχομαι), κατάλληλος για μάχη, πολεμοχαρής, σε Ηρόδ., Αττ.· οἱ μάχιμοι, οι άνδρες που πολεμούν, το στράτευμα, και στην Αίγυπτο η κάστα των πολεμιστών, σε Ηρόδ.· τὸ μάχιμον, αποτελεσματική πολεμική ισχύς, σε Θουκ.
Middle Liddell
μᾰ́χῐμος, η, ον μάχομαι
fit for battle, warlike, Hdt., Attic; οἱ μ. the fighting men, soldiery, and in Egypt the warrior-caste, Hdt.; τὸ μ. the effective force, Thuc.
Lexicon Thucydideum
ad pugnam habilis, fit for battle, 1.10.4, 6.23.1,
bellicosus, warlike, martial, 3.94.4, 4.125.1,
SUP. 1.110.2, 2.81.4. 2.98.4. 3.108.2. 6.90.3, [vulgo commonly μαχιμωτάτους].
Translations
warrior
Albanian: luftëtar; Apache Western Apache: nawołkaadi; Arabic: مُحَارِب, مُقَاتِل; Armenian: մարտիկ, ռազմիկ; Azerbaijani: döyüşçü, mübariz, əsgər; Belarusian: воін, баец, ваяк; Bengali: যোদ্ধা; Bulgarian: воин, боец, войник, ратник; Burmese: သူရဲ; Catalan: guerrer, guerrera; Chechen: тӏемло, сурхуо; Chinese Mandarin: 戰士, 战士, 武士, 勇士; Chuvash: çарçӑ; Czech: bojovník, válečník; Danish: kriger, stridsmand; Dutch: krijger; Erzya: ушман; Estonian: sõdalane; Finnish: taistelija, sotilas, soturi; French: guerrier, guerrière; Galician: guerreiro, guerreira; Georgian: მეომარი, მებრძოლი; German: Krieger, Kriegerin; Middle High German: dëgen; Gothic: 𐌲𐌰𐌳𐍂𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃; Greek: μαχητής; Ancient Greek: αἰχματάς, αἰχμητά, αἰχμητής, ἀσπιδηφόρος, ἀσπιδίτης, ἀσπιδιώτης, ἀσπιστάς, ἀσπιστήρ, ἀσπιστής, ἀσπίστωρ, ἐκπολεμιστής, ἥρως, κορυστής, λοχίτης, λοχῖτις, μαχαίτας, μαχατάρ, μαχατάς, μαχητής, μάχιμος, ὁπλιστάς, ὁπλιστής, ὁπλίτας, ὁπλίτης, ὁπλιτοπάλας, ὁπλιτοπάλης, ὁπλοφόρος, πολεμιστήρ, πολεμιστής, πολεμίστρια, πολεμιστρίς, πτολεμιστής, πτολεμιστρίς, στράτειος, στρατιώτης, τευχηστήρ, τευχηστής; Gujarati: લડવૈયો; Hebrew: לוֹחֵם, לוֹחֶמֶת; Hindi: लड़ाका, योद्धा, जंगजू; Hungarian: harcos; Indonesian: pendekar; Irish: gaiscíoch, laoch; Italian: guerriero, guerriera; Japanese: 戦士, 武士, 武人, 武者; Kazakh: жауынгер; Khmer: យោធ, ពលយោធា, យុទ្ធការី, យុទ្ធជន; Korean: 싸울아비, 무사(武士), 전사(戰士); Kurdish Northern Kurdish: cengawer, şerker, şervan; Kyrgyz: жоокер; Lao: ນັກຮົບ; Latin: bellator, bellatrix; Latvian: karavīrs, karotājs; Lithuanian: karys, kovotojas; Macedonian: воин; Malay: pahlawan, pejuang, kesatria; Malayalam: യോദ്ധാവ്; Middle English: werreour, kempe; Mon:သရာဲပၞာန်; Mongolian Cyrillic: байлдагч; Navajo: naabaahii; Ngazidja Comorian: mvulana, sudjaa; Norman: dgèrryi; Norwegian Bokmål: kriger, stridsmann; Nynorsk: krigar, stridsmann; Occitan: guerrièr; Old Church Slavonic Cyrillic: воинъ, оимъ; Old East Slavic: воинъ; Old English: cempa; Pali: yodha; Pashto: جنګي; Persian: جنگجو, سرباز; Piedmontese: guerié; Polish: wojownik, wojowniczka, żołnierz, żołnierka, woj, wój, wiciądz; Portuguese: guerreiro, guerreira; Rapa Nui: matato'a; Romanian: luptător, luptătoare; Russian: воин, боец, солдат, ратник; Sanskrit: योद्धृ; Scottish Gaelic: gaisgeach, laoch; Serbo-Croatian Cyrillic: ра̏тнӣк; Roman: rȁtnīk; Slovak: bojovník; Slovene: bojevnik, vojščak; Southern Altai: јуучыл; Spanish: guerrero, guerrera; Sumerian: 𒃼𒊏𒁺𒌝, 𒌨𒊕, 𒄞𒌓; Swedish: krigare, stridsman; Tagalog: mandirigma; Tajik: ҷанговар, аскар, сарбоз; Tatar: сугышчы; Thai: นักรบ; Tocharian B: wetāᵤ; Turkish: savaşçı, asker; Turkmen: urşujy, söweşiji, esger; Ugaritic: 𐎎𐎅𐎗; Ukrainian: вояк, воїн, боє́ць; Urdu: جنگجو; Uyghur: جەڭچى, ئەسكەر; Uzbek: jangchi, askar, sipoh; Vietnamese: chiến sĩ, chiến binh, võ sĩ; Welsh: rhyfelwr; Yiddish: שלאַכטמאַן
warlike
Belarusian: ваяўні́чы; Bulgarian: войнствен; Catalan: bel·ligerant; Danish: krigerisk; Dutch: strijdlustig, oorlogszuchtig; Esperanto: militema; Finnish: sotaisa; French: belliqueux; German: streitlustig, angriffslustig, kampfeslustig; Greek: φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής; Ancient Greek: φιλοπόλεμος, φιλοπτόλεμος, πολεμικός; Irish: fearchonta, gaisciúil, treasach, tachrach; Italian: bellicoso; Latin: bellicosus, bellax; Macedonian: воинствен; Maori: kaitaua, kaikiri; Norwegian Bokmål: krigersk; Nynorsk: krigersk; Occitan: belligerant, guerrièr; Portuguese: beligerante; Russian: враждебный; Spanish: guerrero, beligerante; Turkish: savaşçıl
operational
Armenian: գործառնական; Bulgarian: оперативен; Catalan: operatiu; Finnish: operatiivinen; German: Einsatz-, Operations-; Greek: ετοιμοπόλεμος, μάχιμος; Indonesian: operasional; Norwegian Bokmål: operasjonell; Nynorsk: operasjonell; Persian: عملیاتی; Romanian: operațional; Russian: оперативный
quarrelsome
Bulgarian: свадлив; Czech: hádavý; Dutch: twistziek, ruzieachtig; Esperanto: kverelema; Finnish: riitaisa, räyhäkäs, toraisa; French: querelleux, querelleur; Georgian: მოჩხუბარი, ჩხუბის თავი; German: streitsüchtig, zänkisch, unverträglich, zanksüchtig, händelsüchtig, hadersüchtig, streitlustig; Greek: κακότροπος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος; Hungarian: veszekedős; Irish: achrannach, clamprach, imreasach, cointinneach, trodach, anglánta, argánta, bruíonach; Maori: pākani, tumatuma, nihoniho, pakapaka, ngaweri, toheriri, tumatuma; Norwegian Bokmål: trettekjær, kranglevoren; Nynorsk: trettekjær, kranglevoren; Polish: swarliwy, kłótliwy, awanturniczy; Scottish Gaelic: connsachail, connspaideach, dranndanach; Spanish: rijoso; Tagalog: palabangay; Welsh: cwerylgar, ffraegar, cecrus, cynhennus, ymrafaelgar, ymrysongar