μαχοῦμαι

From LSJ

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source

French (Bailly abrégé)

v. μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μαχοῦμαι: атт. fut. к μάχομαι.