μεγαλοαστός

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. μεγαλοαστή
αυτός που ανήκει στα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλ(ο)- + αστός. Η λ., στον πληθ. μεγαλοαστοί, μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα].