μεγαλομάρτυρας
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
ο, και μεγαλομάρτυς, ο, η (ΑM μαγαλομάρτυς, -υρος και μεγαλομάρτυρ, -υρος)
αυτός που υπέστη μεγάλα μαρτύρια για την πίστη του, μέγας μάρτυρας της Εκκλησίας.