μεθοκόπημα

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

και μεθοκόπι, το μεθοκοπώ
συχνή και υπερβολική οινοποσία, μπεκρούλιασμα.