τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
-άω μεθοκόπος
πίνω κρασί συχνά και σε μεγάλες ποσότητες, μπεκρουλιάζω («γυρίζει στις ταβέρνες όλη μέρα και μεθοκοπάει»).