Χάρυβδη
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
η / Χάρυβδις, -ύβδεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ύβδιος Α
μυθ. μυθικό θαλάσσιο τέρας, με μορφή γυναίκας, προσωποποίηση της θαλάσσιας δίνης, που μαζί με τη Σκύλλα καταπόντιζε τα πλοία και κατάπινε τους ναύτες, όταν περνούσαν τον Σικελικό Πορθμό
νεοελλ.
φρ. «έπεσε [ή πέρασε] από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη»
μτφ. (για πρόσ.) υπέστη πολλές ταλαιπωρίες
αρχ.
1. δίνη, στρόβιλος
2. βάραθρο κοντά στην Αντιόχεια της Συρίας
3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χάρυβδις... Εἴρηται δὲ πᾶν τὸ ἐς χάος καὶ ὄλεθρον κατάγον, οἱονεὶ εἰς χάος βαῖνον»
4. μτφ. (για πρόσ.) αδηφάγος, πλεονέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. Χάρυβδις με τις λ. χάσκω, χάος και ῥυβδῶ «καταβροχθίζω», ῥύβδην «άφθονα, πλουσιοπάροχα» οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].
Translations
ar: كاريبديس; bg: Харибда; bs: Haribda; ca: Caribdis; co: Cariddi; cs: Charybda; da: Charybdis; de: Charybdis; el: Χάρυβδη; grc: Χάρυβδις; en: Charybdis; eo: Karibdo; es: Caribdis; eu: Karibdis; fa: خاروبدیس; fi: Kharybdis; fr: Charybde; ga: Cairíbdis; hr: Haribda; hu: Kharübdisz; id: Kharibdis; it: Cariddi; ja: カリュブディス; ka: ქარიბდა; ko: 카리브디스; la: Charybdis; lb: Charybdis; lt: Charibdė; nl: Charybdis; no: Kharybdis; pl: Charybda; pt: Caríbdis; ro: Caribda; ru: Харибда; scn: Cariddi; sh: Haribda; simple: Charybdis; sk: Charybdis; sl: Karibda; sr: Харибда; sv: Karybdis; tr: Charybdis; uk: Харібда; vi: Charybdis; zh: 卡律布狄斯