κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
μελίϊνος, -ίνη, -ον (Α)ο μελέινος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. -ινος].