μελίινος

From LSJ

κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place

Source

Greek Monolingual

μελίϊνος, -ίνη, -ον (Α)
ο μελέινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελία «φλαμουριά» + κατάλ. -ινος].