μελλέγαμος
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
German (Pape)
[Seite 125] = μελλόγαμος, Arcad. 30, 25.
Greek Monolingual
μελλέγαμος, -ον (Α)
βλ. μελλόγαμος.
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
[Seite 125] = μελλόγαμος, Arcad. 30, 25.
μελλέγαμος, -ον (Α)
βλ. μελλόγαμος.