μελλέγαμος

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

German (Pape)

[Seite 125] = μελλόγαμος, Arcad. 30, 25.

Greek Monolingual

μελλέγαμος, -ον (Α)
βλ. μελλόγαμος.