μελλοκυρία

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

μελλοκυρία και μελλοκυρά, ἡ (Μ)
μελλοντική αφέντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + κυρία.