μελωδώ

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

(ΑM μελῳδῶ, -έω) μελωδός
τραγουδώ μελωδικά
μσν.
ηχώ μελωδικά.