μεμάνημαι

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

French (Bailly abrégé)

pf. de μαίνομαι, v. μαίνω.

Greek Monotonic

μεμάνημαι: [ᾰ], παρακ. του μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεμάνημαι: pf. med. к μαίνω.