μεμένηκα

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

French (Bailly abrégé)

pf. de μένω.

Greek Monotonic

μεμένηκα: παρακ. του μένω.

Russian (Dvoretsky)

μεμένηκα: Dem. pf. к μένω.