μεσινός

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ μεσινός, -ή, -όν) μέσος
ο μεσαίος.