μετάλλευση

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν → harbour secret counsels

Source

Greek Monolingual

η (Α μετάλλευσις) μεταλλεύω
η αναζήτηση και εξόρυξη μεταλλεύματος, εκμετάλλευση, μεταλλεία
στον πληθ. αἱ μεταλλεύσεις
τα μεταλλευτικά έργα.