μεταηθική

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η
(φιλοσ.) κλάδος της ηθικής που έχει ως αντικείμενό του τον καθορισμό της φύσης τών ηθικών εννοιών και κρίσεων κατά μέγα μέρος μέσω της ανάλυσης τών λογικών και σημασιολογικών πλευρών της ηθικής γλώσσας.