μετακύλιση
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η (Μ μετακύλισις) μετακυλίνδω
η εκ νέου κύλιση, το ξανακύλισμα.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
η (Μ μετακύλισις) μετακυλίνδω
η εκ νέου κύλιση, το ξανακύλισμα.