μεταλλοφάνεια

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

η
το να έχει κάτι εξωτερική εμφάνιση μετάλλου, το να μοιάζει κάτι με μέταλλο.