μεταλλοφοβία

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. νοσηρή κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων αισθάνεται φόβο στη θέα ή στο άγγιγμα μετάλλου.