μεταξοσκώληκας

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

και μεταξοσκώληξ και μεταξοσκούληκας, ο, και μεταξοσκούληκο, το
(ζωολ.-ζωοτεχν.) γενική ονομασία λεπιδόπτερων εντόμων τών οποίων οι κάμπιες παράγουν το εμπορεύσιμο μετάξι και, ειδικότερα, το εξημερωμένο είδος Sericaria bombyx mori της οικογένειας bombycidae, στην οποία ανήκουν 300 περίπου είδη.