μεταπτωτός
From LSJ
τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)
Greek Monolingual
μεταπτωτός -ή, -όν και μετάπτωτος, -ον (Α) μεταπίπτω
ευμετάβλητος, ασταθής.
επίρρ...
μεταπτώτως (Α)
με μεταπτωτό τρόπο.