μετάπτωτος
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
η, ον, = μεταπτωτικός (liable to change, common, fickle), ἐνέργειαι ἐν ὀλίγῳ μ. Plu. 2.447a, cf. M.Ant 5.10. Adv. μεταπτώτως Arr. Epict. 2.22.8.
German (Pape)
[Seite 153] = Vorigem, Plut. de virt. mor. 7 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. μεταπτωτικός.
Étymologie: μεταπίπτω.
Greek Monolingual
μεταπτωτός -ή, -όν και μετάπτωτος, -ον (Α) μεταπίπτω
ευμετάβλητος, ασταθής.
επίρρ...
μεταπτώτως (Α)
με μεταπτωτό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
μετάπτωτος: изменчивый, непостоянный (ἐνέργειαι Plut.).
Translations
fickle
Armenian: հեղհեղուկ; Belarusian: непастаянны, зменлівы; Bengali: খামখেয়ালী; Bulgarian: непостоянен, променлив, отмятащ се; Catalan: inconstant; Chinese Mandarin: 多變, 多变, 薄情; Danish: lunefuld, vankelmodig, vægelsindet; Dutch: wispelturig, onbetrouwbaar, onbestendig, grillig, onberekenbaar; Esperanto: nefidinda; Finnish: ailahteleva, huikenteleva, häilyvä, vaihteleva; French: inconstant, volage, lunatique, indécis, capricieux; German: unbeständig, wankelmütig, wechselhaft, flatterhaft, launisch, unstet; Greek: άστατος, ευμετάβλητος; Ancient Greek: ἀβέβαιος, ἀκατάστατος, ἀλλογνώμων, ἀλλοπρόσαλλος, ἀναπτερωτός, ἄπιστος, ἀστάθμητος, ἁψίκορος, γάγγαλος, ἐλαφρόνοος, ἔμπληκτος, εὐμετάβολος, εὐμετάγνωστος, εὐμετάγνωτος, εὐμετάθετος, εὐμετακίνητος, εὐμετανόητος, μετάβουλος, μεταπτωτικός, μετάπτωτος, μετέωρος, μετήορος, πλάνος, πολύτροπος, σκιρτητικός, ὑπόκουφος, χαλίφρων; Icelandic: hverflyndur, óstöðugur; Italian: volubile, incostante, mutevole, capriccioso; Japanese: 気が多い, 気まぐれな; Korean: 변덕(變德)스럽다; Latin: inconstans, instabilis; Norwegian Bokmål: vaklende, skiftende, ubestemmelig, vankelmodig; Occitan: inconstant, lunard, lunatenc, cambiadís, lunatic, viradís, capriciós; Persian: دمدمی مزاج; Portuguese: volúvel, caprichoso, volátil; Romanian: capricios, schimbător, inconstant; Russian: непостоянный, ветреный, переменчивый; Scottish Gaelic: leam-leat; Serbo-Croatian Roman: prevrtljiv, nepostojan, prevrtljiv, mušičav, hirovit; Spanish: inconstante, veleidoso, voluble, pendular; Swedish: ombytlig, nyckfull; Tagalog: balimbing; Turkish: caygın, dönek, kahpe, kaypak; Ukrainian: непості́йний, несталий, мінливий, змінливий