μετεξέταση

From LSJ

Θεοῦ δὲ πληγὴν οὐχ ὑπερπηδᾷ βροτός → Haud ullus umquam transilit plagam die → Kein Sterblicher springt weiter als des Gottes Schlag

Menander, Monostichoi, 251

Greek Monolingual

η
η εκ νέου εξέταση μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος, επανεξέταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + εξέταση. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιω. Αργυριάδη].