μετεπιβίβαση

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

η
επιβίβαση από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + επιβίβαση].