μετεωροπάθεια

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

η
συν. στον πληθ. οι μετεωροπάθειες
ομάδα νοσημάτων που προκαλούνται ή επιτείνονται από τις διάφορες μετεωρολογικές συνθήκες, αλλ. μετεωροτρόποι νόσοι.