μετεωροπάθεια
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Greek Monolingual
η
συν. στον πληθ. οι μετεωροπάθειες
ομάδα νοσημάτων που προκαλούνται ή επιτείνονται από τις διάφορες μετεωρολογικές συνθήκες, αλλ. μετεωροτρόποι νόσοι.