μετεωροτρόπος

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

-ο
φρ. «μετεωροτρόποι νόσοι» — οι μετεωροπάθειες.