μετρομανής

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

-ές
μανιώδης στη στιχουργική, αυτός που φροντίζει υπερβολικά τη μετρική τών ποιημάτων του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + -μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].