μηλοκύδωνο

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

και μηλοκυδώνι, το (ΑΜ μηλοκυδώνιον)
το κυδώνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κυδώνι(ον)].