μηλομάγουλο

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101

Greek Monolingual

το
το μήλο της παρειάς, δηλ. το κυρτότερο και πιο εξογκωμένο μέρος της παρειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλο + μάγουλο].