μάγουλο

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το (Μ μάγουλον)
καθένα από τα δύο πλάγια μέρη του προσώπου, η παρειά
νεοελλ.
1. μτφ. καθένα από τα δύο καμπυλωτά μέρη που βρίσκονται στα πλάγια της πλώρης του πλοίου
2. μτφ. το πλευρικό τοίχωμα κάθε αντικειμένου
μσν.
η κάτω σιαγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερολατ. magulum].