μάγουλο

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source

Greek Monolingual

το (Μ μάγουλον)
καθένα από τα δύο πλάγια μέρη του προσώπου, η παρειά
νεοελλ.
1. μτφ. καθένα από τα δύο καμπυλωτά μέρη που βρίσκονται στα πλάγια της πλώρης του πλοίου
2. μτφ. το πλευρικό τοίχωμα κάθε αντικειμένου
μσν.
η κάτω σιαγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερολατ. magulum].