μηλόκερως και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ)αυτός που έχει κέρατα προβάτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κερος και -κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγόκερως, μονόκερως].