μηλόκερως

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

μηλόκερως και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που έχει κέρατα προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κερος και -κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγόκερως, μονόκερως].