μητρομάμμη

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek (Liddell-Scott)

μητρομάμμη: ἡ, = μητρομήτωρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8735.

Greek Monolingual

μητρομάμμη, ἡ (Α)
μητρομήτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + μάμμη «γιαγιά»].