μητροπατρώος

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

μητροπατρῷος, ὁ (Μ)
μητρικός και πατρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + πατρῷος.