μητρόθεος

From LSJ

Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitasGenesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf

Menander, Monostichoi, 522

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, die Mutter Gottes, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

μητρόθεος: ἡ, μήτηρ Θεοῦ, θεομήτωρ, = θεοτόκος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

μητρόθεος, ἡ (ΑΜ)
θεομήτωρ, Θεοτόκος, η Παναγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + Θεός].