δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
μιαιβιῶ, -όω (Α)ζω με μιαρό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + βιῶ «ζω»].