μιαιβιώ

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

μιαιβιῶ, -όω (Α)
ζω με μιαρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + βιῶ «ζω»].