μιαρολιθικός

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό- φρ. «μιαρολιθική υφή»
(πετρογρ.) γεωλογικός όρος που περιγράφει γρανίτες χαρακτηριζόμενους από μικρές κοιλότητες οι οποίες έχουν σχηματιστεί μεταξύ τών κόκκων τών ορυκτών.