μικράκι

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source

Greek Monolingual

το (Μ μικράκιν) μικρός
1. πολύ μικρό αντικείμενο
2. μωρό, μωράκι ή νήπιο.