μικράκι

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

το (Μ μικράκιν) μικρός
1. πολύ μικρό αντικείμενο
2. μωρό, μωράκι ή νήπιο.