οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality
adv.petitement, peu;Sp. μικρότατα.Étymologie: μικρός.
μῑκρῶς: и σμικρῶς немного, ненамного, мало Xen.