μιμοζίδες

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

Greek Monolingual

και μιμοσίδες, οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη και περιλαμβάνει 3.000 και πλέον είδη, τα οποία κατανέμονται σε 60 γένη.