μισογείτων

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

μισογείτων, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τους γείτονές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + γείτων.