ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
μισολατῖνος, ὁ (Μ)αυτός που μισεί του Λατίνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Λατίνος].