μνησιστέφανος

English (LSJ)

μνησιστέφανον, wooing crowns, ἀγών Pi.Fr.19.

German (Pape)

[Seite 195] ἀγών, des Kranzes gedenkend, der die Belohnung des Kampfes ist, Pind. bei Eust.

Russian (Dvoretsky)

μνησιστέφᾰνος: притязающий на венок, ведущийся из-за венка (ἀγών Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

μνησιστέφᾰνος: -ον, ὁ ἔχων ἐν τῷ τοὺς στεφάνους, δηλ. ὁ περὶ στεφάνων, ἀγὼν Πίνδ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 56. 22.

Greek Monolingual

μνησιστέφανος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σκέπτεται τα στεφάνια της νίκης στους αγώνες («καὶ ἀγῶνα δὲ μνησιστέφανον», Ευστ. Ποντ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + στέφανος.