μοιχαλώσια

English (LSJ)

τά, = μοιχάγρια, Sch.Od.8.332.

Greek Monolingual

μοιχαλώσια, τὰ (Α)
μοιχάγρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἅλωσις (< ἁλίσκομαι)].