μοιχώδεις

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek (Liddell-Scott)

μοιχώδεις: γυναῖκες, μοιχαλίδες, Πτολ. καρπ. σ. 47, β, ἔκδ. Νοριμβέργης, τοῦ ἔτ. 1535.