μολυβδούχος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α
αυτός που περιέχει μόλυβδο («μολυβδούχο μετάλλευμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -οῦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαυέριο Λάνδερερ].