μονολογώ

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

-έω
μιλώ μόνος χωρίς να υπάρχει κανείς που να μέ ακούει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].