μονώ

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

Greek Monolingual

μονῶ, μονόω (ΑΜ, Α ιων. τ. μουνῶ, μουνόω)
βλ. μονώνω.