μονώ

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

μονῶ, μονόω (ΑΜ, Α ιων. τ. μουνῶ, μουνόω)
βλ. μονώνω.