μονῶτις

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

German (Pape)

[Seite 206] ιδος, ἡ, fem. zu μονώτης, φωνή, von dem Summen der Bienen vor dem Schwärmen, Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 b 9).

Greek Monolingual

μονῶτις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. μονώτης.

Russian (Dvoretsky)

μονῶτις: ῐδος adj. f обособленная, отдельная, одинокая Arst.